Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΝ ΗΞΕΡΕΣ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ ΘΑ ΕΞΗΓΟΥΣΕΣ ΤΙΣ ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΕΡΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

 Συνήθισα στα μοναχικά καλοκαίρια στον ήλιο που ασπρίζει τα κόκκαλα των λόφων

Συνήθισα στη θάλασσα που φουσκώνει αργά στις φλέβες

Το βράδυ στο υπόστεγο κρεμασμένα πουλιά

Το φεγγάρι να μυρίζει κομμένο χόρτο

 

Άσπρα σεντόνια ξεπηδούν απ’ τα παράθυρα σαν φλόγες

Ύστερα κατακάθονται στη σάρκα

Εσύ που κουλουριάζεις τα φίδια των δρόμων επάνω σου

Που ταξιδεύεις στα φύλλα της μνήμης και δε με συγχωρείς

Αν ήξερες τη μοναξιά μου θα εξηγούσες τα σπασμένα δίχτυα στο πρόσωπό μου

το ωραίο μου φόρεμα

Τις μακρινές ερήμους της σιωπής

 

Και πάλι η γραμμή του ήλιου

Οι γυναίκες αμίλητες στα ραϊσμένα κανάτια των παραθυριών

Άδεια συρτάρια άδειες ντουλάπες

οι βάρκες να γυρίζουνε με άδεια δίχτυα

 

Ένα ολόκληρο καλοκαίρι άδειο κοχύλι

Κι ο κήπος σπαταλιέται στα λουλούδια

παλιώνει στον άνεμο

 

Και να ’ρθεις πια και να μην έρθεις εγώ θα κάθομαι στα σκαλοπάτια με βρεγμένα μαλλιά βρεγμένα μάτια

 

Αλλά το πρόσωπό μου θα ’ναι κλειστό στ’ ακρογιάλι

Στρέφω το βλέμμα στο κοριτσάκι με το άρρωστο από το πάθος πρόσωπο

Το θάβω κι αυτό το λειώνω κάτω απ’ τις πέτρες

 

… Εδώ θα μείνεις παγιδεμένη σε μια τέλεια ελευθερία

Είμαι όραμα πλέω στο βυθό βυθίζομαι στην επιφάνεια

Διπλώνω  τη θάλασσα σού την παίρνω

Βάζω τον ουρανό σε μια βάρκα και φεύγω

 

 

Φύγε και συ αν μπορείς θα με βρεις σε όσα μνήματα χαράς σε έχω σκαλίσει

 

Εδώ θα μείνεις ακροκέραμος στη στέγη

Στον κήπο αυτό στην πεθαμένη από κούραση συκιά εδώ θα μείνεις

Κι από όπου εγώ σαν ήλιος φεύγω εσύ θα στάζεις σα βροχή

Σιδερένια Παναγιά στην πόρτα επίθυμη θλίψη

Γοερή σιωπή

 

Δεν είναι το φλιτζάνι η προέκταση

του χεριού μου είναι το φλιτζάνι.

Δεν είναι τα μάτια μου η προέκταση

των ματιών σου είναι τα μάτια μου

Είναι τα χείλη μου δεν είναι κλεμμένα

απ’ τα χείλη σου

Είναι τα χέρια μου δεν είναι ακίνητα απ’ τα χέρια σου

 

Άφησέ με μόνη

Γιατί δεν υπάρχω δίχως

τον καθρέφτη μου δίχως

τον καθρέφτη σου

[κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ 1973 – Εκλογή από τη συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΣΗ 1971-1992]

 

 


ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΜΟΝΗ ΓΙΑΤΙ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΑΙΓΜΕΝΗ ΟΘΟΝΗ  (από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη  Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ 1973)

 

 

Όλες οι θάλασσες είναι έρημες

από πλεούμενα φεγγάρια όλες οι νύχτες

είναι έρημες από τα ίδια τα πλήθη

Όλοι οι κήποι είναι έρημοι

από τα ίδια τα άνθη

Άφησε με μόνη γιατί ο κόσμος είναι μια παιγμένη οθόνη

Βελούδο πορφυρής οδύνης

και σιωπής

 

Ωραία που μ’ έχεις στραγγαλίσει

Νιώθω σαν ήλιος και σαν πέτρα

Τραγουδώ τώρα σαν αηδόνι είμαι άδεια πετώ ψηλά

Δεν τρέμω πια

μπορώ να σ’ αγγίξω

να σου πω καλημέρα

Αδιαφορώ για σένα

όπως οι στέγες για τα χελιδόνια

αδιαφορώ όπως περπατάμε

Αδιαφορώ όπως λέμε καλησπέρα

Είσαι ένα κέντημα πολύτιμο στον τοίχο

είσαι ένα κάθισμα πολύ παλιό

 

Δεν θα στολίσω πια τα μάτια μου

Το φως τους κάηκε δεν καλαηδάει άλλο

Αδιαφορώ για σένα

όπως μια πόρτα πλαγιαστή στο πεζοδρόμιο

Αδιαφορώ εκ βαθέων

όπως όταν τρέμουμε όπως όταν κλαίμε

Αδιαφορώ για σένα όπως οι εξαίσιοι κήποι

για τα βρέφη όπως

το λούκι στάζει επάνω μας αργά όταν βρέχει

Θέλω να σε καταβροχθίσω με την τρελή στοργή μου

αυτό θέλω μη φεύγεις

Θα πάψω να ’μια βαρύθυμο εκκρεμές

Θα γίνω μια γυναίκα στέρεα βιδωμένη

μη φεύγεις

αδιαφορώ για σένα

όπως όταν σβήνουμε στη χούφτα μας ένα τσιγάρο

Όπως όταν δαγκώνουμε τα δάκρυα και γελάμε

Αδιαφορώ

όπως μια λίμνη ακύμαντη πλάι σ’ ένα πνιγμένο

 

Κάπου-κάπου μου κάνει καλό να γονατίζω

νιώθω τα γόνατά μου

Μου κάνει καλό να γελώ

νιώθω τα χείλη μου

Να φωνάζω σαν

άνθος που ξεσπά στα χρώματά του

 

Το έκζεμα της λύπης και

το έκζεμα της χαράς

άστα για τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους

Εγώ χαράζω ένα μονοπάτι ανάμεσα στα ρείκια

Σέρνω με τα μαλλιά μου

την ηλικία μου δεν είμαι

ούτε νέα ούτε γριά δεν είμαι

ούτε παιδί ούτε γυναίκα

Είμαι ανάμεσα στα ρείκια με μαλλιά ως κάτω

 

ΛΥΣΕ ΤΟΝ ΚΟΜΠΟ ΑΠ’ ΤΗ ΓΡΑΒΑΤΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΣΟΥ

Χαρούμενο αίμα της στιγμής

μελίσσια γέλιου μη σβηστείτε

Κίτρινα άλογα βιαστείτε

φεύγουμε μακριά

Τα σπίτια ξεκολλάνε από την ώχρα

κι απ’ τα θλιμμένα τους θεμέλια

Οι πύργοι που αγαπήσαμε

πετάν τις πανοπλίες τους και φεύγουν

 

Καλπάζουνε τα δένδρα

συντρίβουνε τις σκοτεινές τους ρίζες

Αυτοκτονούν χαρούμενα απ’ τα κλαδιά τους

Τραγουδούν οι ταμπέλες των δρόμων

τραγουδούν την αιώνια σκλαβιά τους

Και συ όχι πια πρόβες στον καθρέφτη

μα βαρύθυμες μάσκες χαράς

Και τη σιωπή έγκαυμα βαθύ στο πρόσωπό σου

 

Κάνε μου αυτή τη χάρη

Λύσε τον κόμπο απ’ τη γραβάτα της σιωπής σου

Τράβα το όρθιο σπαθί της μοναξιάς από τα χείλη

 

Κι εγώ θα βάλω στη νύχτα φωτιά

Τα νέφη που φορώ θα τα ξεσκίσω

Δε θέλω άλλη εκδίκηση

Κρατώ σφιχτά τον άγγελο της σημερινής ημέρας

 

Γιατί ’μαι τόσο απελπισμένη

έχω ξανά τόση χαρά

Παίρνω τους δρόμους

το σκαλί ανεβαίνει

Γιατί ’μαι τόσο απελπισμένη

με τυφλώνει ο ήλιος

κι η χαρά με δέρνει

Άδεια η ακρογιαλιά της κλέβω το κοχύλι

Θα κάνω εμετό τη θλίψη άδεια

η θάλασσα

και στο βυθό της

ένας κρεμασμένος μοτοσικλετιστής

Ανοίγω μ’ ένα κατσαβίδι τη χαρά

κλαίω πάνω στους τοίχους

Δε φαίνεται τίποτα το κλάμα στρώνει

ποιος με θυμάται

Σφάζω τη λύπη και γελώ βαθιά

μα να χορέψω μεσ’ στα κόκκινα μεσάνυχτα

Στα κόκκινα μεσάνυχτα του γέλιου

είναι αργά

[από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ 1973]

 

 

ΣΩΠΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΩΠΑ ΓΙΝΕ Η ΕΝΟΧΗ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ (από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη  Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ 1973)

Εγώ χαϊδεύω τους κήπους και χάνομαι

Φέρνω ρίγη στα δάση και φεύγω

τι περιμένεις

ν’ ανέβω καμμιά μέρα τις σκάλες

εγώ και το δάσος;

Σώπα καλύτερα σώπα

Γίνε ξανά η ενοχή πίσω απ’ την πόρτα

 

Τι μου προσφέρεις το άνοιγμα της πόρτας

Υο τελευταίο σκαλί μες το σκοτάδι

Είναι κάτι που γλιστράει

σα κουρέλι από πάνω μου

Κάτι που το περιφρονώ βαθιά

και μένω πάντα θεόγυμνη να σε κοιτάζω

και να μη σου μιλώ

Να σου μιλώ και

να μη σ’ αγγίζω

Να σ’ αγγίζω και να μη σ’ αγκαλιάζω

 

Κάτω απ’ το δέρμα σου τι όμορφο κουστούμι

 

Δε  θα μπορέσω να φύγω

γιατί έχει μια ξέγνοιαστη λύπη

γιατί οι κήποι του χτενίζουν τα μαλλιά του

Γιατί βυθίζεται αλαζονικά

στα γαλανά αρχικά του

Δε θα μπορέσω να φύγω γιατί ’ναι μαύρος

είναι λευκός

Είναι κακός είναι καλός

Γιατί είναι ο γιος μου είναι ο αδελφός μου

ο σύζυγός μου της κόλασης

και της ακρογιαλιάς

πώς να μπορέσω να φύγω

Σ’ έναν αυλόγυρο γυρίζω-γυρίζω

δε θα μπορέσω να φύγω

Γιατί όλο τραγουδάει στην έρημη καρδιά μου

«μαχαίρια ψαλίδα ακονίζω…»

 

Έλα κι οι δυο μαζί να πικραθούμε

μη με κοιτάς εγώ δε σε κοιτώ

Έλα κι οι δυο μαζί να ξεχαστούμε

μη μου μιλάς εγώ δε σου μιλώ

 

Έλα κι οι δυο μαζί να μισηθούμε

Ακόμη μια προσπάθεια ακόμη ένα λυγμό

Χάσου απ’ τις φλέβες μου για να χαθώ

 

Θα γυρίσω στις παλιές μου συνήθειες

μονολογείς

Αλλά την ίδια στιγμή

τσαλακώνεις το σεντόνι το πετάς

τσαλακώνεις το πρωινό σου το πετάς

Χαράζεις μέσα σου το δωμάτιο και φεύγεις

 

Κάθε πρωί

περιμένεις ν’ αλλάξουμε την πόρτα

Αλλά τα ίδια πρόσωπα τρίζουνε

τα ίδια λόγια

Σε φιλούνε στο μέτωπο και συ γέρνεις

Κουρασμένος γέρνεις

στο φιλί και στο κλάμα

 

ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΝΟΤΑ ΤΟ ΝΤΟ ΜΙΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΤΟ ΜΙ… (νύχτες και μέρες αόρατες πηγαινοέρχονται πάνω στο κορμί της)

Στεκόταν εκεί

βαφτισμένος ολόκληρος στ’ άσπρα

Κι αυτή δεν προχωρούσε

μήτε μπρος μήτε πίσω

Χρόνια ολόκληρα έτσι

Στεκόταν εκεί

βαφτισμένος ολόκληρος στ’ άσπρα

μ’ ένα επισκεπτήριο χαμόγελο στα χείλη

Και το κλειστόν ορίζοντα στα μάτια

 

Είναι μια κόκκινη νότα στο ντο

μια γαλάζια στο μι… τραγουδούσε

Έκανε έτσι έναν ολόκληρο κύκλο σαν

ξεχασμένη από τοίχο σε τοίχο σα

βαρετή φωτογραφία

Τώρα τι γύρευε τι ήθελε να κάνει

ποιος της μιλούσε;

Δε θυμόταν παρά μονάχα το κενό

Κι όχι πως θα πεθαίνανε μα πως

θα υπήρχανε τα γυάλινα βάζα

αν σκουντούσε

Όμως ο τρόμος μήπως χάσει και τα δυο της χέρια

Ο τρόμος μη της φύγει έτσι το κορμί της

μήπως θαφτεί κάτω απ’ τη γαλαρία

την ξανάφερνε πίσω στη μορφή της.

 

Νύχτες και μέρες αόρατες

πηγαινοέρχονται πάνω στο κορμί της

Έτσι μπορεί να συντηρεί ένα σπίτι στ’ άσπρα

Το μυστικό πένθος των βάζων

που δε κρατούνε παρά στάσιμο νερό

Και κάθε βράδυ να βλέπει τις πόρτες

πώς σβήνονται πάνω στους τοίχους

Ν’ ακούει τις κόρνες των αυτοκινήτων

να χάνονται σε υπόγειες γιορτές

Νύχτες και μέρες αόρατες

πηγαινοέρχονται πάνω στο κορμί της

Έτσι μπορεί κι ακούει

το τραίνο που σφυρίζει

μα πουθενά δε φεύγει

Το τηλέφωνο που χτυπά

μα κανείς δεν τ’ αγγίζει

Τ’ αυτοκίνητα να τρέχουν δαίμονες

πάνω στα τζάμια

τη φωνή του στο δέρμα της να ραΐζει

Ώσπου σιγά-σιγά να ρουφηχτεί

από το ίδιο της το αίμα

[εκλογή από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ 1973]


 «Χάσου απ’ τα μάτια μου…»  της είχε πει κάποτε ο μονήρης περιπατητής στις όχθες των ρεμβασμών της… Έτσι απόμεινε το γαλάζιο να τυραννιέται μόνο του από κλώνο σε κλώνο σαν πουλάκι που ξέμαθε τον ουρανό. Τότε άρχισε μια παράξενη ροή του χρόνου… Όλα σταματημένα και βουβαίνονταν ήσυχα στο πέρασμά της. Όχι – καθόλου από την ομορφιά της, βουβαίνονταν από ένα απροσδιόριστο πένθος στις ανάλαφρες και κάποτε χαρμόσυνες χειρονομίες της κι από αυτή την εκμηδένιση στο πρόσωπο σαν σκοτωμένο αίμα βγαλμένο απ’ το σκοτάδι και για το σκοτάδι όταν το θηρίο της ερημιάς ατάραχα το περιβάλλει κι όταν σαν χρησιμοποιημένα σεντόνια πέφτουν οι νύχτες άχρηστες πια η μια πάνω στην άλλη έτσι που το ανθρώπινο πρόσωπο τελειώνει το έργο του Τότε τα λόγια φτερουγίζουν σαν δειλά μισοφέγγαρα βαθαίνοντας τις ρυτίδες στην άκρη του στόματος και εκεί σωπαίνουν για μιαν άλλη –πεισματικά δική τους ζωή…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ